βεράντα

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η βεράντα οι βεράντες
      γενική της βεράντας των βεραντών
    αιτιατική τη βεράντα τις βεράντες
     κλητική βεράντα βεράντες
Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

βεράντα < (άμεσο δάνειο) ιταλική veranda < αγγλική veranda / verandah < πιθανόν χίντι बरामदा (barāmdā) / बरण्डा (baraṇḍā, κούνια) ή κατ' άλλη άποψη, < πορτογαλική varanda, vara[1]
Βεράντα διαμερίσματος.

Προφορά

ΔΦΑ : /veˈɾan.da/
τυπογραφικός συλλαβισμός: βεράντα

Ουσιαστικό

βεράντα θηλυκό

Συνώνυμα

Παράγωγα

Μεταφράσεις

Αναφορές

  1. Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2010). Ετυμολογικό Λεξικό της Νέας Ελληνικής Γλώσσας (Β' ανατύπωση. 2009: A' έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας.

Πηγές

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.