μπαλκόνι
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | το | μπαλκόνι | τα | μπαλκόνια |
| γενική | του | μπαλκονιού | των | μπαλκονιών |
| αιτιατική | το | μπαλκόνι | τα | μπαλκόνια |
| κλητική | μπαλκόνι | μπαλκόνια | ||
| Οι καταλήξεις -ιού, -ια, -ιών προφέρονται με συνίζηση. | ||||
| Κατηγορία όπως «τραγούδι» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||

1. Το θεωρούμενο ως μπαλκόνι της Ιουλιέτας στη Βερόνα
Ετυμολογία
- μπαλκόνι < (άμεσο δάνειο) ιταλική balcone < αρχαία λομβαρδική *balko ("δοκός")
Προφορά
- ΔΦΑ : /balˈko.ni/
Ουσιαστικό
μπαλκόνι ουδέτερο
Συγγενικά
Εκφράσεις
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.