βαρυθυμώ
Νέα ελληνικά (el)
Ετυμολογία
- βαρυθυμώ < (ελληνιστική κοινή) βαρυθυμέω < αρχαία ελληνική βαρύς + θυμός
Κλίση
Ενεργητική φωνή
| Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
| α' ενικ. | βαρυθυμώ | βαρυθυμούσα | θα βαρυθυμώ | να βαρυθυμώ | βαρυθυμώντας | |
| β' ενικ. | βαρυθυμείς | βαρυθυμούσες | θα βαρυθυμείς | να βαρυθυμείς | (βαρυθύμει) | |
| γ' ενικ. | βαρυθυμεί | βαρυθυμούσε | θα βαρυθυμεί | να βαρυθυμεί | ||
| α' πληθ. | βαρυθυμούμε | βαρυθυμούσαμε | θα βαρυθυμούμε | να βαρυθυμούμε | ||
| β' πληθ. | βαρυθυμείτε | βαρυθυμούσατε | θα βαρυθυμείτε | να βαρυθυμείτε | βαρυθυμείτε | |
| γ' πληθ. | βαρυθυμούν(ε) | βαρυθυμούσαν(ε) | θα βαρυθυμούν(ε) | να βαρυθυμούν(ε) | ||
| Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
| πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
| α' ενικ. | βαρυθύμησα | θα βαρυθυμήσω | να βαρυθυμήσω | βαρυθυμήσει | ||
| β' ενικ. | βαρυθύμησες | θα βαρυθυμήσεις | να βαρυθυμήσεις | βαρυθύμησε | ||
| γ' ενικ. | βαρυθύμησε | θα βαρυθυμήσει | να βαρυθυμήσει | |||
| α' πληθ. | βαρυθυμήσαμε | θα βαρυθυμήσουμε | να βαρυθυμήσουμε | |||
| β' πληθ. | βαρυθυμήσατε | θα βαρυθυμήσετε | να βαρυθυμήσετε | βαρυθυμήστε | ||
| γ' πληθ. | βαρυθύμησαν βαρυθυμήσαν(ε) |
θα βαρυθυμήσουν(ε) | να βαρυθυμήσουν(ε) | |||
| Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
| πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | |
| α' ενικ. | έχω βαρυθυμήσει | είχα βαρυθυμήσει | θα έχω βαρυθυμήσει | να έχω βαρυθυμήσει | ||
| β' ενικ. | έχεις βαρυθυμήσει | είχες βαρυθυμήσει | θα έχεις βαρυθυμήσει | να έχεις βαρυθυμήσει | ||
| γ' ενικ. | έχει βαρυθυμήσει | είχε βαρυθυμήσει | θα έχει βαρυθυμήσει | να έχει βαρυθυμήσει | ||
| α' πληθ. | έχουμε βαρυθυμήσει | είχαμε βαρυθυμήσει | θα έχουμε βαρυθυμήσει | να έχουμε βαρυθυμήσει | ||
| β' πληθ. | έχετε βαρυθυμήσει | είχατε βαρυθυμήσει | θα έχετε βαρυθυμήσει | να έχετε βαρυθυμήσει | ||
| γ' πληθ. | έχουν βαρυθυμήσει | είχαν βαρυθυμήσει | θα έχουν βαρυθυμήσει | να έχουν βαρυθυμήσει |
| |
Μεταφράσεις
βαρυθυμώ
|
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.