βαρυθυμία
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | η | βαρυθυμία | οι | βαρυθυμίες |
| γενική | της | βαρυθυμίας | των | βαρυθυμιών |
| αιτιατική | τη | βαρυθυμία | τις | βαρυθυμίες |
| κλητική | βαρυθυμία | βαρυθυμίες | ||
| Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- βαρυθυμία < αρχαία ελληνική βαρυθυμία < βαρύθυμος < βαρύς + θυμός
Αρχαία ελληνικά (grc)
→ ζητούμενο λήμμα
Πηγές
- βαρυθυμία - Επιτομή του Λεξικού Λίντελ-Σκοτ, Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας (Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος, 2007), Ψηφίδες στο Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, 2012
- βαρυθυμία - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.