βαρύθυμα
Νέα ελληνικά
(el)
Ετυμολογία
βαρύθυμα
<
βαρύθυμος
+
-α
Επίρρημα
βαρύθυμα
με
βαρύθυμο
,
τρόπο
, με
βαρυθυμία
, με
κακοκεφιά
Συνώνυμα
δυσαρεστημένα
δύσθυμα
κακόθυμα
κακόκεφα
κατηφώς
περίλυπα
σκυθρωπά
Συγγενικά
→
δείτε
τις
λέξεις
βαρύθυμος
,
βαρύς
και
θυμός
Μεταφράσεις
βαρύθυμα
αγγλικά
:
sullenly
(en)
Επίρρημα
βαρύθυμα
ονομαστική
,
αιτιατική
και
κλητική
πληθυντικού
,
ουδέτερου
γένους
του
βαρύθυμος
This article is issued from
Wiktionary
. The text is licensed under
Creative Commons - Attribution - Sharealike
. Additional terms may apply for the media files.