βαρόνος

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο βαρόνος οι βαρόνοι
      γενική του βαρόνου των βαρόνων
    αιτιατική τον βαρόνο τους βαρόνους
     κλητική βαρόνε βαρόνοι
Κατηγορία όπως «δρόμος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

βαρόνος < αγγλική ή γαλλική baron < παλαιά γαλλική baron < μεσαιωνική λατινική barō < φραγκική *barō (άνδρας, πολεμιστής) < *barô < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή ρίζα *bʰer- (φέρω, μεταφέρω)

Ουσιαστικό

βαρόνος αρσενικό (θηλυκό: βαρόνη)

  1. κατώτερος τίτλος ευγενείας
  2. (μεταφορικά) κάποιος με μεγάλη δύναμη που ελέγχει έναν τομέα, π.χ. του υποκόσμου
    οι βαρόνοι της κοκαΐνης

Συγγενικά

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.