βαρόνος
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | ο | βαρόνος | οι | βαρόνοι |
| γενική | του | βαρόνου | των | βαρόνων |
| αιτιατική | τον | βαρόνο | τους | βαρόνους |
| κλητική | βαρόνε | βαρόνοι | ||
| Κατηγορία όπως «δρόμος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- βαρόνος < αγγλική ή γαλλική baron < παλαιά γαλλική baron < μεσαιωνική λατινική barō < φραγκική *barō (άνδρας, πολεμιστής) < *barô < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή ρίζα *bʰer- (φέρω, μεταφέρω)
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.