βαρονέτος

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο βαρονέτος οι βαρονέτοι
      γενική του βαρονέτου των βαρονέτων
    αιτιατική τον βαρονέτο τους βαρονέτους
     κλητική βαρονέτε βαρονέτοι
Κατηγορία όπως «δρόμος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

βαρονέτος < (λόγιο δάνειο) ιταλική baronetto (με ορθογραφική απλοποίηση) + < αγγλική baronet < baron   + υποκοριστικό επίθημα -et [1] < υστερολατινική baro (αιτιατική: baronem). Τα υποκοριστικά επιθήματα sthn αγγλική -et > -etto > -έτος

Προφορά

ΔΦΑ : /va.ɾoˈne.tos/
τυπογραφικός συλλαβισμός: βαρονέτος

Ουσιαστικό

βαρονέτος αρσενικό

Μεταφράσεις

Αναφορές

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.