βαρόνη

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η βαρόνη οι βαρόνες
      γενική της βαρόνης
    αιτιατική τη βαρόνη τις βαρόνες
     κλητική βαρόνη βαρόνες
Η γενική πληθυντικού σε -ών δε συνηθίζεται.
Κατηγορία όπως «ζέστη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

βαρόνη < θηλυκό του βαρόνος

Ουσιαστικό

βαρόνη θηλυκό

  1. η κάτοχος αυτού του τίτλου ευγενείας και επικεφαλής μιας βαρονίας
  2. η σύζυγος ενός βαρόνου

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.