βαρονία

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η βαρονία οι βαρονίες
      γενική της βαρονίας των βαρονιών
    αιτιατική τη βαρονία τις βαρονίες
     κλητική βαρονία βαρονίες
Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

βαρονία < ιταλική baronia < υστερολατινική baro (αιτιατική: baronem)

Προφορά

ΔΦΑ : /va.ɾoˈni.a/

Ουσιαστικό

βαρονία θηλυκό

  1. η επικράτεια ενός βαρόνου
  2. το σύνολο των βαρόνων
  3. (κατ’ επέκταση) οι αριστοκράτες, η αριστοκρατία

Συγγενικά

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.