βαρονία
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | η | βαρονία | οι | βαρονίες |
| γενική | της | βαρονίας | των | βαρονιών |
| αιτιατική | τη | βαρονία | τις | βαρονίες |
| κλητική | βαρονία | βαρονίες | ||
| Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- βαρονία < ιταλική baronia < υστερολατινική baro (αιτιατική: baronem)
Προφορά
- ΔΦΑ : /va.ɾoˈni.a/
Ουσιαστικό
βαρονία θηλυκό
- η επικράτεια ενός βαρόνου
- το σύνολο των βαρόνων
- (κατ’ επέκταση) οι αριστοκράτες, η αριστοκρατία
Συγγενικά
- → δείτε τη λέξη βαρόνος
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.