βαρβαρόφωνος
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | ο | βαρβαρόφωνος | η | βαρβαρόφωνη | το | βαρβαρόφωνο |
| γενική | του | βαρβαρόφωνου | της | βαρβαρόφωνης | του | βαρβαρόφωνου |
| αιτιατική | τον | βαρβαρόφωνο | τη | βαρβαρόφωνη | το | βαρβαρόφωνο |
| κλητική | βαρβαρόφωνε | βαρβαρόφωνη | βαρβαρόφωνο | |||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | οι | βαρβαρόφωνοι | οι | βαρβαρόφωνες | τα | βαρβαρόφωνα |
| γενική | των | βαρβαρόφωνων | των | βαρβαρόφωνων | των | βαρβαρόφωνων |
| αιτιατική | τους | βαρβαρόφωνους | τις | βαρβαρόφωνες | τα | βαρβαρόφωνα |
| κλητική | βαρβαρόφωνοι | βαρβαρόφωνες | βαρβαρόφωνα | |||
| Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές | ||||||
Ετυμολογία
- βαρβαρόφωνος < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική βαρβαρόφωνος < βάρβαρ(ος) + -ό- + -φωνος
Προφορά
- ΔΦΑ : /vaɾ.vaˈɾo.fo.nos/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : βαρ‐βα‐ρο‐φω‐νος
Επίθετο
βαρβαρόφωνος, -η, -ο
- (παρωχημένο) που μιλάει ξένη γλώσσα, ξενόγλωσσος
- (παρωχημένο, μειωτικό) για ομιλητές που μιλούσαν ελληνικά ανάμεικτα με γλώσσες όπως αρβανίτικα ή σλαβικά
- (παρωχημένο, ουδέτερο, πληθυντικός,μουσικά όργανα}} → δείτε τα βαρβαρόφωνα (καθαρεύουσα)
Μεταφράσεις
βαρβαρόφωνος
|
Πηγές
- ⌘ Δημητράκος, Δημήτριος Β. (1964) Μέγα λεξικὸν ὅλης τῆς Ἑλληνικῆς γλώσσης, 1930-1950. 2η έκδοση:1964. Αθήνα: Εκδόσεις: Δομή (15 τόμοι) & επανεκδόσεις, 1η έκδοση:1953 (9 τόμοι) Ελληνική Παιδεία, .
Αρχαία ελληνικά (grc)
| → γένη | αρσενικό & θηλυκό | ουδέτερο | ||||
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | ὁ/ἡ | βαρβαρόφωνος | τὸ | βαρβαρόφωνον | ||
| γενική | τοῦ/τῆς | βαρβαροφώνου | τοῦ | βαρβαροφώνου | ||
| δοτική | τῷ/τῇ | βαρβαροφώνῳ | τῷ | βαρβαροφώνῳ | ||
| αιτιατική | τὸν/τὴν | βαρβαρόφωνον | τὸ | βαρβαρόφωνον | ||
| κλητική ὦ! | βαρβαρόφωνε | βαρβαρόφωνον | ||||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
| ονομαστική | οἱ/αἱ | βαρβαρόφωνοι | τὰ | βαρβαρόφωνᾰ | ||
| γενική | τῶν | βαρβαροφώνων | τῶν | βαρβαροφώνων | ||
| δοτική | τοῖς/ταῖς | βαρβαροφώνοις | τοῖς | βαρβαροφώνοις | ||
| αιτιατική | τοὺς/τὰς | βαρβαροφώνους | τὰ | βαρβαρόφωνᾰ | ||
| κλητική ὦ! | βαρβαρόφωνοι | βαρβαρόφωνᾰ | ||||
| δυϊκός | ||||||
| ονομ-αιτ-κλ | τὼ | βαρβαροφώνω | τὼ | βαρβαροφώνω | ||
| γεν-δοτ | τοῖν | βαρβαροφώνοιν | τοῖν | βαρβαροφώνοιν | ||
| 2η κλίση, Κατηγορία 'δύσκολος' όπως «δύσκολος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές | ||||||
Ετυμολογία
- βαρβαρόφωνος < βάρβαρ(ος) + -ό- + -φωνος
Επίθετο
βαρβαρόφωνος, -ος, -ον
- που μιλάει ξένη γλώσσα
- (μειωτικό) που μιλάει άσχημα τα ελληνικά
- ※ <βαρβαρόφωνοι> οἱ Ἠλεῖοι καὶ οἱ Κᾶρες, ὡς τραχύφωνοι καὶ ἀσαφῆ τὴν φωνὴν ἔχοντες ⌘ Ἡσύχιος (5ος αιώνας κε), Γλῶσσαι, Β
Πηγές
- βαρβαρόφωνος - Επιτομή του Λεξικού Λίντελ-Σκοτ, Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας (Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος, 2007), Ψηφίδες στο Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, 2012
- βαρβαρόφωνος - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.