ξενόγλωσσος
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | ο | ξενόγλωσσος | η | ξενόγλωσση | το | ξενόγλωσσο |
| γενική | του | ξενόγλωσσου | της | ξενόγλωσσης | του | ξενόγλωσσου |
| αιτιατική | τον | ξενόγλωσσο | την | ξενόγλωσση | το | ξενόγλωσσο |
| κλητική | ξενόγλωσσε | ξενόγλωσση | ξενόγλωσσο | |||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | οι | ξενόγλωσσοι | οι | ξενόγλωσσες | τα | ξενόγλωσσα |
| γενική | των | ξενόγλωσσων | των | ξενόγλωσσων | των | ξενόγλωσσων |
| αιτιατική | τους | ξενόγλωσσους | τις | ξενόγλωσσες | τα | ξενόγλωσσα |
| κλητική | ξενόγλωσσοι | ξενόγλωσσες | ξενόγλωσσα | |||
| Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές | ||||||
Ετυμολογία
- ξενόγλωσσος < ξενό- + -γλωσσος
Προφορά
- ΔΦΑ : /kseˈno.ɣlo.sos/
Επίθετο
ξενόγλωσσος, -η, -ο
Συνώνυμα
Συγγενικά
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.