βαρβαρόφωνα

Νέα ελληνικά (el)

Ετυμολογία

βαρβαρόφωνα < ουσιαστικοποιημένο ουδέτερο του επιθέτου βαρβαρόφωνος στον πληθυντικό, εννοείται ο όρος μουσικά όργανα

Ουσιαστικό

βαρβαρόφωνα ουδέτερο στον πληθυντικό

Κλιτικός τύπος επιθέτου

βαρβαρόφωνα

Αναφορές

  1. Δημητράκος, Δημήτριος Β. (1964) Μέγα λεξικὸν ὅλης τῆς Ἑλληνικῆς γλώσσης, 1930-1950. 2η έκδοση:1964. Αθήνα: Εκδόσεις: Δομή (15 τόμοι) & επανεκδόσεις, 1η έκδοση:1953 (9 τόμοι) Ελληνική Παιδεία, .



Αρχαία ελληνικά (grc)

Κλιτικός τύπος επιθέτου

βαρβαρόφωνα

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.