μπετονιέρα

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η μπετονιέρα οι μπετονιέρες
      γενική της μπετονιέρας
    αιτιατική την μπετονιέρα τις μπετονιέρες
     κλητική μπετονιέρα μπετονιέρες
Η γενική πληθυντικού σε -ών δε συνηθίζεται.
Κατηγορία όπως «πείνα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

μπετονιέρα < (άμεσο δάνειο) γαλλική bétonnière + κατάληξη θηλυκού < béton + n + -ière (-ιέρα)

Ουσιαστικό

μπετονιέρα θηλυκό

  1. μηχάνημα με περιστρεφόμενο κάδο στον οποίο αναμειγνύονται τα υλικά που χρειάζονται για την παρασκευή του μπετόν
  2. (κατ’ επέκταση) όχημα με περιστρεφόμενο κάδο το οποίο χρησιμοποιείται για τη μεταφορά έτοιμου σκυροδέματος
Μπετονιέρα χωρίς φορτωτή.
Μπετονιέρα.

Συγγενικά

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.