Βαρέλλα
Νέα ελληνικά
(el)
Ετυμολογία
Βαρέλλα
<
γενική ενικού του αρσενικού
Βαρέλλας
Προφορά
ΔΦΑ
: /
vaˈɾe.la
/
τυπογραφικός συλλαβισμός
:
Βα
‐
ρέλ
‐
λα
ομόηχο
:
βαρέλα
παρώνυμο
:
Βαρελά
Κύριο όνομα
Βαρέλλα
θηλυκό
,
άκλιτο
γυναικείο
επώνυμο
,
θηλυκό
του
Βαρέλλας
Μεταγραφές
κυριλλικοί χαρακτήρες
:
Варелла
λατινικοί χαρακτήρες
:
Varella
Κλιτικός τύπος κυρίου ονόματος
Βαρέλλα
αρσενικό
γενική
,
αιτιατική
και
κλητική
ενικού
του
Βαρέλλας
Ομώνυμα / Ομόηχα
βαρέλα
Παρώνυμα
Βαρελά
βαρελά
This article is issued from
Wiktionary
. The text is licensed under
Creative Commons - Attribution - Sharealike
. Additional terms may apply for the media files.