βαλές
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | ο | βαλές | οι | βαλέδες |
| γενική | του | βαλέ | των | βαλέδων |
| αιτιατική | τον | βαλέ | τους | βαλέδες |
| κλητική | βαλέ | βαλέδες | ||
| Κατηγορία όπως «καφές» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- βαλές < (άμεσο δάνειο) γαλλική valet (προφορά: va.le) + -ς
Προφορά
- ΔΦΑ : /vaˈles/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : βα‐λές
Συνώνυμα
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.