jack

Αγγλικά (en)

Ουσιαστικό

jack (en)

  1. ο γρύλος (η συσκευή ανύψωσης)
  2. (αρχαϊκό) ο βαλές ( ο υπηρέτης)
  3. ο βαλές (το τραπουλόχαρτο)
  4. η πρίζα, το βύσμα (ηλεκτρική, τηλεφώνου κλπ)
  5. ο αρσενικός γάιδαρος



Γαλλικά (fr)

Ετυμολογία

jack < (άμεσο δάνειο) αγγλική jack

Προφορά

ΔΦΑ : /dʒak/

και

ΔΦΑ : /ʒak/

Ουσιαστικό

      ενικός         πληθυντικός  
jack jacks

jack (fr) αρσενικό

Ομώνυμα / Ομόηχα

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.