βαθύνους
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| → γένη | αρσενικό & θηλυκό | ουδέτερο | ||||
| ονομαστική | ο/η | βαθύνους | το | βαθύνουν | ||
| γενική | του/της | βαθύνου | του | βαθύνου | ||
| αιτιατική | τον/τη | βαθύνου | το | βαθύνουν | ||
| κλητική | βαθύνους* | βαθύνουν* | ||||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
| → γένη | αρσενικό & θηλυκό | ουδέτερο | ||||
| ονομαστική | οι | βαθύνοες | τα | βαθύνοα | ||
| γενική | των | βαθυνόων | των | βαθυνόων | ||
| αιτιατική | τους/τις | βαθύνοες | τα | βαθύνοα | ||
| κλητική | βαθύνοες | βαθύνοα | ||||
| * Η κλητική πτώση, σπάνια. Λόγια κλίση κατά την αρχαία κατάληξη -ους, συνηρημένου τύπου του -οος. Δείτε και βαθύνοος. | ||||||
| Κατηγορία όπως «βραδύνους» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές | ||||||
Ετυμολογία
- βαθύνους < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική βαθύνους, συνηρημένος τύπος του βαθύνοος < βαθύ- + -νους (νοῦς / νόος)
Αρχαία ελληνικά (grc)
| → γένη | αρσενικό & θηλυκό | ουδέτερο | ||||
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| βᾰθῠνοο- | ||||||
| ονομαστική | ὁ/ἡ | βαθύνοος > βαθύνους | τὸ | βαθύνοον > βαθύνουν | ||
| γενική | τοῦ/τῆς | βαθυνόου > βαθύνου | τοῦ | βαθυνόου > βαθύνου | ||
| δοτική | τῷ/τῇ | βαθυνόῳ > βαθύνῳ | τῷ | βαθυνόῳ > βαθύνῳ | ||
| αιτιατική | τὸν/τὴν | βαθύνοον > βαθύνουν | τὸ | βαθύνοον > βαθύνουν | ||
| κλητική ὦ! | βαθύνοε > βαθύνους | βαθύνοον > βαθύνουν | ||||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
| ονομαστική | οἱ/αἱ | βαθύνοοι > βαθῦνοι | τὰ | βαθύνοᾰ > βαθύνοᾰ | ||
| γενική | τῶν | βαθυνόων > βαθύνων | τῶν | βαθυνόων > βαθύνων | ||
| δοτική | τοῖς/ταῖς | βαθυνόοις > βαθύνοις | τοῖς | βαθυνόοις > βαθύνοις | ||
| αιτιατική | τοὺς/τὰς | βαθυνόους > βαθύνους | τὰ | βαθύνοᾰ > βαθύνοᾰ | ||
| κλητική ὦ! | βαθύνοοι > βαθύνοι | βαθύνοᾰ > βαθύνοᾰ | ||||
| δυϊκός | ||||||
| ονομ-αιτ-κλ | τὼ | βαθυνόω > βαθύνω | τὼ | βαθυνόω > βαθύνω | ||
| γεν-δοτ | τοῖν | βαθυνόοιν > βαθύνοιν | τοῖν | βαθυνόοιν > βαθύνοιν | ||
| Οι σπάνιες κλητικές πτώσεις, ίδιες με τις ονομαστικές." | ||||||
| 2η κλίση, ομάδα 'εὔνοος εὔνους', Κατηγορία 'εὔνους' όπως «εὔνους» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές | ||||||
Πηγές
- βαθύνους - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.