βαθύνοια

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η βαθύνοια οι βαθύνοιες
      γενική της βαθύνοιας των βαθυνοιών
    αιτιατική τη βαθύνοια τις βαθύνοιες
     κλητική βαθύνοια βαθύνοιες
Κατηγορία όπως «θάλασσα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

βαθύνοια < αρχαία ελληνική βαθύνοος / βαθύνους + -ία

Ουσιαστικό

βαθύνοια θηλυκό

Συγγενικά

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.