βαθυστόχαστος
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | ο | βαθυστόχαστος | η | βαθυστόχαστη | το | βαθυστόχαστο |
| γενική | του | βαθυστόχαστου | της | βαθυστόχαστης | του | βαθυστόχαστου |
| αιτιατική | τον | βαθυστόχαστο | τη | βαθυστόχαστη | το | βαθυστόχαστο |
| κλητική | βαθυστόχαστε | βαθυστόχαστη | βαθυστόχαστο | |||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | οι | βαθυστόχαστοι | οι | βαθυστόχαστες | τα | βαθυστόχαστα |
| γενική | των | βαθυστόχαστων | των | βαθυστόχαστων | των | βαθυστόχαστων |
| αιτιατική | τους | βαθυστόχαστους | τις | βαθυστόχαστες | τα | βαθυστόχαστα |
| κλητική | βαθυστόχαστοι | βαθυστόχαστες | βαθυστόχαστα | |||
| Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές | ||||||
Ετυμολογία
- βαθυστόχαστος < βαθύς + στοχάζομαι
Επίθετο
βαθυστόχαστος, -η, -ο
- που έχει τη συνήθεια να σκέφτεται βαθιά, αναλυτικά το κάθε πράγμα
- είναι επίμονος και βαθυστόχαστος αναλυτής της επικαιρότητας
- που προέρχεται από βαθειά, αναλυτική σκέψη
- βαθυστόχαστα νοήματα
- βαθυστόχαστα ερωτηματικά
- βαθυστόχαστα γνωμικά
Συνώνυμα
Συγγενικά
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.