διάβασις

Μεσαιωνικά ελληνικά (gkm)

Ετυμολογία

διάβασις < (κληρονομημένο) αρχαία ελληνική διάβασις

Ουσιαστικό

διάβασις θηλυκό

  1. το πέρασμα, η διέλευση
     συνώνυμα: διάβα (ουδέτερο)
  2. η άφιξη

Συγγενικά

  • ἀντιδιάβασις
  • παραδιάβασις

 και δείτε τη λέξη διαβαίνω

Πηγές



Αρχαία ελληνικά (grc)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική διάβασῐς αἱ διαβάσεις
      γενική τῆς διαβάσεως τῶν διαβάσεων
      δοτική τῇ διαβάσει ταῖς διαβάσεσῐ(ν)
    αιτιατική τὴν διάβασῐν τὰς διαβάσεις
     κλητική ! διάβασῐ διαβάσεις
  δυϊκός
ονομ-αιτ-κλ τὼ  διαβάσει
γεν-δοτ τοῖν  διαβασέοιν
3η κλίση, Κατηγορία 'δύναμις' όπως «δύναμις» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

διάβασις < διαβαίνω, δια-βα- + -σις
ΑΠΟΓΟΝΟΙ: μεσαιωνικά ελληνικά: διάβασις νέα ελληνικά: διάβαση

Ουσιαστικό

διάβασις, -εως θηλυκό

  1. η διάβαση, το πέρασμα προς κάπου
  2. τρόπος περάσματος
  3. (ελληνιστική σημασία) το πέρασμα του χρόνου
  4. (ελληνιστική σημασία) το εβραϊκό Πάσχα, ως πέρασμα

Πηγές

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.