παράβασις

Αρχαία ελληνικά (grc)

Ετυμολογία

παράβασις (ελληνιστική ) < παραβαίνω

Ουσιαστικό

παράβασις ή παραίβασις θηλυκό

  1. η ενέργεια με την οποία ξεφεύγω από κάτι
  2. η υπέρβαση, παράβαση
  3. (αρχαία κωμωδία) η παράβαση
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.