ἀπόβασις

Αρχαία ελληνικά (grc)

Ετυμολογία

ἀπόβασις < ἀπό- + βαίνω

Ουσιαστικό

ἀπόβασις θηλυκό

  1. αποβίβαση
    ἐν ἀποβάσει τῆς γῆς (όταν αποβιβάστηκαν στην ξηρά)
  2. πολεμική απόβαση
    ἀπὸ τῶν νεῶν ἐς τὴν Λοκρίδα ἀποβάσεις ποιησάμενοι
  3. πρόσβαση, αποβάθρα
    οὐκ ἔχειἀπόβασιν (δεν είχε σημείο να πιάσουν τα καράβια και να αποβιβαστούν οι άνδρες)
  4. σκάλα ((ελληνιστική κοινή) έννοια)
  5. διέξοδος, διαφυγή ((ελληνιστική κοινή) έννοια)
  6. έκβαση, αποτέλεσμα ((ελληνιστική κοινή) έννοια)
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.