αύρα

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η αύρα οι αύρες
      γενική της αύρας των αυρών
    αιτιατική την αύρα τις αύρες
     κλητική αύρα αύρες
Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

αύρα < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική αὔρα[1]

Προφορά

ΔΦΑ : /ˈa.vɾa/
τυπογραφικός συλλαβισμός: αύρα

Ουσιαστικό

αύρα θηλυκό

  1. το ελαφρό αεράκι που γίνεται ελάχιστα αισθητό
  2. το υποθετικό, ορατό από μυημένους, υλικό που περιβάλλει ζωντανά ή νεκρά αντικείμενα
  3. (μεταφορικά) η αίσθηση που προκαλεί ένα άτομο στο περιβάλλον του
  4. το τροχοφόρο όχημα της αστυνομίας που χρησιμοποιείται κυρίως για καταστολή διαδηλώσεων

Πολυλεκτικοί όροι

Μεταφράσεις

Αναφορές

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.