απόγειος αύρα
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | η | απόγειος αύρα | οι | απόγειες αύρες |
| γενική | της | απογείου αύρας | των | απογείων αυρών |
| αιτιατική | την | απόγειο αύρα | τις | απόγειες αύρες |
| κλητική | απόγειε αύρα | απόγειες αύρες | ||
| Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Προφορά
- ΔΦΑ : /aˈpo.ʝi.os ˈa.vɾa/
Πολυλεκτικός όρος
απόγειος αύρα θηλυκό
- (άνεμος) o άνεμος που πνέει από τη στεριά προς τη θάλασσα κυρίως κατά τις νυχτερινές ώρες[1]
- ※ Είναι η πρώτη ώρα που αρχίζει η βραδινή δροσιά, η απόγειος αύρα, που ευφραίνει, που καταπραΰνει και που μαλακώνει τα πάντα. (Μαργαρίτα Πουρναρά, Ανδρος: Η ελληνική βεγγέρα του θέρους, εφημερίδα Καθημερινή, 17 Σεπτεμβρίου 2016)
Αντώνυμα
Αναφορές
- Θαλάσσια αύρα, στον Θησαυρό Μετεωρολογικών Όρων του Εθνικού Αστεροσκοπείου Αθηνών
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.