αεράκι

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το αεράκι τα αεράκια
      γενική
    αιτιατική το αεράκι τα αεράκια
     κλητική αεράκι αεράκια
Η κατάληξη του πληθυντικού -ια προφέρεται με συνίζηση.
Και γενική, του αερακιού.
Κατηγορία όπως «παιδάκι» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

αεράκι < αέρ(ας) + υποκοριστικό επίθημα -άκι

Προφορά

ΔΦΑ : /a.eˈɾa.ci/
τυπογραφικός συλλαβισμός: αεράκι

Ουσιαστικό

αεράκι ουδέτερο

  1. (υποκοριστικό) ελαφρύ ρεύμα αέρα
  2. ελαφριά πνοή ανέμου
      Και από μακριά ο μονότονος ήχος της ανακατώνουνταν με κάτι σαν το σουσούρισμα του αερακιού ανάμεσα στα καλάμια. Σφιχταγκαλιασμένα ακροάζουνταν τ' αγόρια [] Πηνελόπη Δέλτα, Τον καιρό του Βουλγαροκτόνου books.google

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.