αὔρα

Αρχαία ελληνικά (grc)

Ετυμολογία

αὔρα < κοινή ρίζα με τα ἄω και ἄημι

Ουσιαστικό

αὔρα θηλυκό και ιωνικός τύπος αὔρη

  1. δροσερή πνοή αέρα από τη θάλασσα, το νερό ή γενικά το πρωινό δροσερό αεράκι
    • αὔρη δ᾽ ἐκ ποταμοῦ ψυχρὴ πνέει
  2. (μεταφορικά) η αλλαγή στην τροπή των γεγονότων
    • πολέμου μετάτροπος αὔρη
  3. (μεταφορικά) κινήσεις
    • ψυχᾶς ἀδόλοις αὔραις : απονήρευτες κινήσεις της ψυχής
    • ἐπιληψίας αὖραι
  4. ατμός, κάπνα, αναθυμιάσεις, καπνός
    • θυμιαμάτων αὖραι
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.