θαλάσσια αύρα
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | η | θαλάσσια αύρα | οι | θαλάσσιες αύρες |
| γενική | της | θαλάσσιας αύρας | των | θαλάσσιων αυρών |
| αιτιατική | τη | θαλάσσια αύρα | τις | θαλάσσιες αύρες |
| κλητική | θαλάσσια αύρα | θαλάσσιες αύρες | ||
| Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Προφορά
- ΔΦΑ : /θaˈla.si.a ˈa.vɾa/
Πολυλεκτικός όρος
θαλάσσια αύρα θηλυκό
- (άνεμος) ο άνεμος που πνέει κατά τη διάρκεια θερμών ημερών από τη μεριά της θάλασσας προς την ξηρά λόγω της θερμοκρασιακής διαφοράς που υπάρχει στις πάνω από αυτές αέριες μάζες[1]
- ※ Η θαλάσσια αύρα που πνέει συχνά στη περιοχή κατά τους ζεστούς καλοκαιρινούς μήνες βοηθάει στο φυσικό δροσισμό και βέβαια στο μετριασμό των υψηλών θερμοκρασιών κατά τις περιόδους καύσωνα. (Αμμόλοφοι: Η εντυπωσιακή παραλία των δυο χωρών και των τεσσάρων νομών, cnn.gr, 10 Αυγούστου 2019)
Συνώνυμα
Αντώνυμα
Μεταφράσεις
Αναφορές
- «Ημερίσιοι άνεμοι», ηλεκτρονικό μάθημα «Γενικής Μετεωρολογίας», Γεωλογική Σχολή του ΑΠΘ, στον ιστότοπο: geo.auth.gr· πρόσβαση: 2021-07-30.
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.