ἀκτύπητος

Μεσαιωνικά ελληνικά (gkm)

Ετυμολογία

ἀκτύπητος < ἀ- στερητικό + κτυπῶ, κτυπη- + -τος
ΑΠΟΓΟΝΟΙ: νέα ελληνικά: ακτύπητος, αχτύπητος

Επίθετο

ἀκτύπητος

  • που δεν λαβώθηκε, που δε χτυπήθηκε
      12ος αιώνας Διγενής Ακρίτης, χφ Άνδρου, 392.
    Εἰς ταύτην τὴν συμπλοκὴν τοῦ πολέμου ὁποὺ ἔγινεν τότες ὀλίγοι ἐφυλάχθησαν ἀκτύπητοι

Κλιτικοί τύποι

  • ἀκτύπητοι (αρσενικό, πληθυντικός)

Συγγενικά

  • ἀκτύπητα (επίρρημα)
  • ἀνεκτύπητος
  • ἀκτυπῶ  και δείτε τη λέξη κτυπῶ

Πηγές

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.