αυτοκριτικάρομαι
Νέα ελληνικά (el)
Ετυμολογία
- αυτοκριτικάρομαι < αυτοκριτική + -άρομαι
Συνώνυμα
- αυτοελέγχομαι
- αυτοκρίνομαι
Συγγενικά
- → δείτε τη λέξη αυτοκριτική
Μεταφράσεις
αυτοκριτικάρομαι
|
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.