αυτοκριτικός
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | ο | αυτοκριτικός | η | αυτοκριτική | το | αυτοκριτικό |
| γενική | του | αυτοκριτικού | της | αυτοκριτικής | του | αυτοκριτικού |
| αιτιατική | τον | αυτοκριτικό | την | αυτοκριτική | το | αυτοκριτικό |
| κλητική | αυτοκριτικέ | αυτοκριτική | αυτοκριτικό | |||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | οι | αυτοκριτικοί | οι | αυτοκριτικές | τα | αυτοκριτικά |
| γενική | των | αυτοκριτικών | των | αυτοκριτικών | των | αυτοκριτικών |
| αιτιατική | τους | αυτοκριτικούς | τις | αυτοκριτικές | τα | αυτοκριτικά |
| κλητική | αυτοκριτικοί | αυτοκριτικές | αυτοκριτικά | |||
| Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές | ||||||
Ετυμολογία
- αυτοκριτικός < αυτοκριτική + -ός
Συγγενικά
- αυτοκριτικά
- → δείτε τις λέξεις αυτοκριτική, αυτός, κριτική και κρίνω
Μεταφράσεις
αυτοκριτικός
|
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.