αυτοδυναμία

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η αυτοδυναμία οι αυτοδυναμίες
      γενική της αυτοδυναμίας των αυτοδυναμιών
    αιτιατική την αυτοδυναμία τις αυτοδυναμίες
     κλητική αυτοδυναμία αυτοδυναμίες
Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

αυτοδυναμία < αυτοδύναμος + -ια ((μεταφραστικό δάνειο) αγγλική self-reliance)

Ουσιαστικό

αυτοδυναμία θηλυκό

  1. η ιδιότητα του αυτοδύναμου, η στήριξη κάποιου στις προσωπικές του δυνάμεις χωρίς τη συνδρομή ξένων δυνάμεων
  2. (πολιτική) η επίτευξη απόλυτης κοινοβουλευτικής πλειοψηφίας από ένα κόμμα, κάτι που του επιτρέπει να σχηματίσει μόνο του κυβέρνηση, χωρίς να έχει ανάγκη υποστήριξης από άλλα κόμματα

Συγγενικά

  • αὐτοδύναμις

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.