αυτοδικία
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | η | αυτοδικία | οι | αυτοδικίες |
| γενική | της | αυτοδικίας | των | αυτοδικιών |
| αιτιατική | την | αυτοδικία | τις | αυτοδικίες |
| κλητική | αυτοδικία | αυτοδικίες | ||
| Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- αυτοδικία < αυτοδικ(ώ) + -ία
Ουσιαστικό
αυτοδικία θηλυκό
- (νομικός όρος) επιδίωξη αποκατάστασης αδίκου παρακάμπτοντας την νόμιμη δικαστική οδό
- (νομικός όρος) η απ’ ευθείας τιμωρία του αδικήσαντος από τον αδικημένο χωρίς προηγούμενη προσφυγή στην αρμόδια αρχή
- η αυτοδικία, αν και προβάλλεται ιδιαίτερα στην Παλαιά Διαθήκη (Μωσαϊκός νόμος), σήμερα αντιμετωπίζεται ως πράξη κολάσιμη
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.