αυτοδικώ
Νέα ελληνικά (el)
Ετυμολογία
- αυτοδικώ < (ελληνιστική κοινή) αὐτοδικέω / αὐτοδικῶ < αρχαία ελληνική αὐτόδικος < αὐτός + δίκη
Ρήμα
αυτοδικώ
- (νομικός όρος) ανταποδίδω κάποιο αδίκημα τιμωρώντας εγώ ο ίδιος τον δράστη και μην περιμένοντας ή εμπιστευόμενος τη θεσμική δικαιοσύνη
Κλίση
Ενεργητική φωνή
| Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
| α' ενικ. | αυτοδικώ | αυτοδικούσα | θα αυτοδικώ | να αυτοδικώ | αυτοδικώντας | |
| β' ενικ. | αυτοδικείς | αυτοδικούσες | θα αυτοδικείς | να αυτοδικείς | (αυτοδίκει) | |
| γ' ενικ. | αυτοδικεί | αυτοδικούσε | θα αυτοδικεί | να αυτοδικεί | ||
| α' πληθ. | αυτοδικούμε | αυτοδικούσαμε | θα αυτοδικούμε | να αυτοδικούμε | ||
| β' πληθ. | αυτοδικείτε | αυτοδικούσατε | θα αυτοδικείτε | να αυτοδικείτε | αυτοδικείτε | |
| γ' πληθ. | αυτοδικούν(ε) | αυτοδικούσαν(ε) | θα αυτοδικούν(ε) | να αυτοδικούν(ε) | ||
| Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
| πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
| α' ενικ. | αυτοδίκησα | θα αυτοδικήσω | να αυτοδικήσω | αυτοδικήσει | ||
| β' ενικ. | αυτοδίκησες | θα αυτοδικήσεις | να αυτοδικήσεις | αυτοδίκησε | ||
| γ' ενικ. | αυτοδίκησε | θα αυτοδικήσει | να αυτοδικήσει | |||
| α' πληθ. | αυτοδικήσαμε | θα αυτοδικήσουμε | να αυτοδικήσουμε | |||
| β' πληθ. | αυτοδικήσατε | θα αυτοδικήσετε | να αυτοδικήσετε | αυτοδικήστε | ||
| γ' πληθ. | αυτοδίκησαν αυτοδικήσαν(ε) |
θα αυτοδικήσουν(ε) | να αυτοδικήσουν(ε) | |||
| Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
| πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | |
| α' ενικ. | έχω αυτοδικήσει | είχα αυτοδικήσει | θα έχω αυτοδικήσει | να έχω αυτοδικήσει | ||
| β' ενικ. | έχεις αυτοδικήσει | είχες αυτοδικήσει | θα έχεις αυτοδικήσει | να έχεις αυτοδικήσει | ||
| γ' ενικ. | έχει αυτοδικήσει | είχε αυτοδικήσει | θα έχει αυτοδικήσει | να έχει αυτοδικήσει | ||
| α' πληθ. | έχουμε αυτοδικήσει | είχαμε αυτοδικήσει | θα έχουμε αυτοδικήσει | να έχουμε αυτοδικήσει | ||
| β' πληθ. | έχετε αυτοδικήσει | είχατε αυτοδικήσει | θα έχετε αυτοδικήσει | να έχετε αυτοδικήσει | ||
| γ' πληθ. | έχουν αυτοδικήσει | είχαν αυτοδικήσει | θα έχουν αυτοδικήσει | να έχουν αυτοδικήσει |
| |
Μεταφράσεις
αυτοδικώ
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.