ετεροδικία

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η ετεροδικία οι ετεροδικίες
      γενική της ετεροδικίας των ετεροδικιών
    αιτιατική την ετεροδικία τις ετεροδικίες
     κλητική ετεροδικία ετεροδικίες
Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

ετεροδικία < ετερο- + δίκ(η) + -ία

Προφορά

ΔΦΑ : /e.te.ɾo.ðiˈci.a/
τυπογραφικός συλλαβισμός: ετεροδικία

Ουσιαστικό

ετεροδικία θηλυκό

  • (νομικός όρος) το προνόμιο που έχουν οι υπήκοοι μιας χώρας να δικάζονται σύμφωνα με τους νόμους της χώρας τους, όταν το αδίκημα για το οποίο κατηγορούνται γίνεται σε ξένη χώρα· το προνόμιο αυτό απολαμβάνουν συνήθως οι διπλωμάτες και οι στρατιωτικοί καθώς και τα μέλη των οικογενειών τους
      Στο Διεθνές Δικαστήριο της Χάγης προσέφυγε η Αργεντινή κατά των Ηνωμένων Πολιτειών καταγγέλλοντας αθέμιτη παραβίαση της κυριαρχίας και της ετεροδικίας της για την χρεοκοπία του κράτους. (* εφημερίδα Έθνος)

Συγγενικά

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.