παλατιανός

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός      
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο παλατιανός η παλατιανή το παλατιανό
      γενική του παλατιανού της παλατιανής του παλατιανού
    αιτιατική τον παλατιανό την παλατιανή το παλατιανό
     κλητική παλατιανέ παλατιανή παλατιανό
 πτώσεις   πληθυντικός  
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι παλατιανοί οι παλατιανές τα παλατιανά
      γενική των παλατιανών των παλατιανών των παλατιανών
    αιτιατική τους παλατιανούς τις παλατιανές τα παλατιανά
     κλητική παλατιανοί παλατιανές παλατιανά
Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία

παλατιανός < παλάτι

Επίθετο

παλατιανός, -ή, -ό

  1. σχετικός με το παλάτι, το βασιλιά και τον περίγυρό του
  2. που ανήκει στη βασιλική αυλή, ο αυλικός

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.