φιλοτομαρισμός
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | ο | φιλοτομαρισμός | οι | φιλοτομαρισμοί |
| γενική | του | φιλοτομαρισμού | των | φιλοτομαρισμών |
| αιτιατική | τον | φιλοτομαρισμό | τους | φιλοτομαρισμούς |
| κλητική | φιλοτομαρισμέ | φιλοτομαρισμοί | ||
| Κατηγορία όπως «ναός» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- φιλοτομαρισμός < φιλοτομαριστής
Ουσιαστικό
φιλοτομαρισμός αρσενικό
- η ιδιότητα του φιλοτομαριστή, του ατόμου που ενδιαφέρεται αποκλειστικά για το εγώ του, τα προσωπικά του συμφέροντα, η συμπεριφορά που καταδεικνύει έλλειψη έγνοιας για τις ανάγκες των άλλων
- Ο φιλοτομαρισμός του δεν περιγράφεται!
Μεταφράσεις
φιλοτομαρισμός
|
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.