φιλοτομαρισμός

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο φιλοτομαρισμός οι φιλοτομαρισμοί
      γενική του φιλοτομαρισμού των φιλοτομαρισμών
    αιτιατική τον φιλοτομαρισμό τους φιλοτομαρισμούς
     κλητική φιλοτομαρισμέ φιλοτομαρισμοί
Κατηγορία όπως «ναός» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

φιλοτομαρισμός < φιλοτομαριστής

Ουσιαστικό

φιλοτομαρισμός αρσενικό

  1. η ιδιότητα του φιλοτομαριστή, του ατόμου που ενδιαφέρεται αποκλειστικά για το εγώ του, τα προσωπικά του συμφέροντα, η συμπεριφορά που καταδεικνύει έλλειψη έγνοιας για τις ανάγκες των άλλων
    Ο φιλοτομαρισμός του δεν περιγράφεται!

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.