συγκινούμαι
Νέα ελληνικά (el)
Κλίση
Παθητική φωνή
| Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
| α' ενικ. | συγκινούμαι | συγκινούμουν | θα συγκινούμαι | να συγκινούμαι | ||
| β' ενικ. | συγκινείσαι | συγκινούσουν | θα συγκινείσαι | να συγκινείσαι | ||
| γ' ενικ. | συγκινείται | συγκινούνταν | θα συγκινείται | να συγκινείται | ||
| α' πληθ. | συγκινούμαστε | συγκινούμασταν συγκινούμαστε |
θα συγκινούμαστε | να συγκινούμαστε | ||
| β' πληθ. | συγκινείστε | συγκινούσασταν συγκινούσαστε |
θα συγκινείστε | να συγκινείστε | συγκινείστε | |
| γ' πληθ. | συγκινούνται | συγκινούνταν | θα συγκινούνται | να συγκινούνται | ||
| Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
| πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
| α' ενικ. | συγκινήθηκα | θα συγκινηθώ | να συγκινηθώ | συγκινηθεί | ||
| β' ενικ. | συγκινήθηκες | θα συγκινηθείς | να συγκινηθείς | συγκινήσου | ||
| γ' ενικ. | συγκινήθηκε | θα συγκινηθεί | να συγκινηθεί | |||
| α' πληθ. | συγκινηθήκαμε | θα συγκινηθούμε | να συγκινηθούμε | |||
| β' πληθ. | συγκινηθήκατε | θα συγκινηθείτε | να συγκινηθείτε | συγκινηθείτε | ||
| γ' πληθ. | συγκινήθηκαν συγκινηθήκαν(ε) |
θα συγκινηθούν(ε) | να συγκινηθούν(ε) | |||
| Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
| πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
| α' ενικ. | έχω συγκινηθεί | είχα συγκινηθεί | θα έχω συγκινηθεί | να έχω συγκινηθεί | συγκινημένος | |
| β' ενικ. | έχεις συγκινηθεί | είχες συγκινηθεί | θα έχεις συγκινηθεί | να έχεις συγκινηθεί | ||
| γ' ενικ. | έχει συγκινηθεί | είχε συγκινηθεί | θα έχει συγκινηθεί | να έχει συγκινηθεί | ||
| α' πληθ. | έχουμε συγκινηθεί | είχαμε συγκινηθεί | θα έχουμε συγκινηθεί | να έχουμε συγκινηθεί | ||
| β' πληθ. | έχετε συγκινηθεί | είχατε συγκινηθεί | θα έχετε συγκινηθεί | να έχετε συγκινηθεί | ||
| γ' πληθ. | έχουν συγκινηθεί | είχαν συγκινηθεί | θα έχουν συγκινηθεί | να έχουν συγκινηθεί | ||
Μεταφράσεις
συγκινούμαι
|
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.