αστεφάνωτος
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | ο | αστεφάνωτος | η | αστεφάνωτη | το | αστεφάνωτο |
| γενική | του | αστεφάνωτου | της | αστεφάνωτης | του | αστεφάνωτου |
| αιτιατική | τον | αστεφάνωτο | την | αστεφάνωτη | το | αστεφάνωτο |
| κλητική | αστεφάνωτε | αστεφάνωτη | αστεφάνωτο | |||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | οι | αστεφάνωτοι | οι | αστεφάνωτες | τα | αστεφάνωτα |
| γενική | των | αστεφάνωτων | των | αστεφάνωτων | των | αστεφάνωτων |
| αιτιατική | τους | αστεφάνωτους | τις | αστεφάνωτες | τα | αστεφάνωτα |
| κλητική | αστεφάνωτοι | αστεφάνωτες | αστεφάνωτα | |||
| Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές | ||||||
Ετυμολογία
- αστεφάνωτος < (ελληνιστική κοινή) ἀστεφάνωτος < αρχαία ελληνική στεφανόω / στεφανῶ < στέφανος
Επίθετο
αστεφάνωτος, -η, -ο
- που δεν φορά στέφανο / στεφάνι
- (οικείο) που δεν έχει στεφανωθεί, που δεν έχει παντρευτεί επίσημα (σε εκκλησία)
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.