αστεφάνωτος

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός      
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο αστεφάνωτος η αστεφάνωτη το αστεφάνωτο
      γενική του αστεφάνωτου της αστεφάνωτης του αστεφάνωτου
    αιτιατική τον αστεφάνωτο την αστεφάνωτη το αστεφάνωτο
     κλητική αστεφάνωτε αστεφάνωτη αστεφάνωτο
 πτώσεις   πληθυντικός  
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι αστεφάνωτοι οι αστεφάνωτες τα αστεφάνωτα
      γενική των αστεφάνωτων των αστεφάνωτων των αστεφάνωτων
    αιτιατική τους αστεφάνωτους τις αστεφάνωτες τα αστεφάνωτα
     κλητική αστεφάνωτοι αστεφάνωτες αστεφάνωτα
Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία

αστεφάνωτος < (ελληνιστική κοινή) ἀστεφάνωτος < αρχαία ελληνική στεφανόω / στεφανῶ < στέφανος

Επίθετο

αστεφάνωτος, -η, -ο

  1. που δεν φορά στέφανο / στεφάνι
     αντώνυμα: στεφανωμένος
  2. (οικείο) που δεν έχει στεφανωθεί, που δεν έχει παντρευτεί επίσημα (σε εκκλησία)
     συνώνυμα: αβλόγητος, ανευλόγητος, ανύπανδρος, ανύμφευτος, απάντρευτος
     αντώνυμα: ευλογημένος, στεφανωμένος, παντρεμένος, νυμφευμένος

Συγγενικά

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.