στεφανωμένος
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | ο | στεφανωμένος | η | στεφανωμένη | το | στεφανωμένο |
| γενική | του | στεφανωμένου | της | στεφανωμένης | του | στεφανωμένου |
| αιτιατική | τον | στεφανωμένο | τη | στεφανωμένη | το | στεφανωμένο |
| κλητική | στεφανωμένε | στεφανωμένη | στεφανωμένο | |||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | οι | στεφανωμένοι | οι | στεφανωμένες | τα | στεφανωμένα |
| γενική | των | στεφανωμένων | των | στεφανωμένων | των | στεφανωμένων |
| αιτιατική | τους | στεφανωμένους | τις | στεφανωμένες | τα | στεφανωμένα |
| κλητική | στεφανωμένοι | στεφανωμένες | στεφανωμένα | |||
| Κατηγορία όπως «αγαπημένος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές | ||||||
Ετυμολογία
- στεφανωμένος < μετοχή παθητικού παρακειμένου στεφανώνω
Μεταφράσεις
στεφανωμένος
|
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.