αστεφάνωτα

Νέα ελληνικά (el)

Ετυμολογία

αστεφάνωτα < αστεφάνωτος +

Επίρρημα

αστεφάνωτα

  1. χωρίς να του έχουν τοποθετήσει στεφάνι
  2. χωρίς να έχουν παντρευτεί

Μεταφράσεις

Κλιτικός τύπος επιθέτου

αστεφάνωτα

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.