ασταμάτηγος

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός      
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο ασταμάτηγος η ασταμάτηγη το ασταμάτηγο
      γενική του ασταμάτηγου της ασταμάτηγης του ασταμάτηγου
    αιτιατική τον ασταμάτηγο την ασταμάτηγη το ασταμάτηγο
     κλητική ασταμάτηγε ασταμάτηγη ασταμάτηγο
 πτώσεις   πληθυντικός  
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι ασταμάτηγοι οι ασταμάτηγες τα ασταμάτηγα
      γενική των ασταμάτηγων των ασταμάτηγων των ασταμάτηγων
    αιτιατική τους ασταμάτηγους τις ασταμάτηγες τα ασταμάτηγα
     κλητική ασταμάτηγοι ασταμάτηγες ασταμάτηγα
Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία

ασταμάτηγος < ασταμάτητος

Επίθετο

ασταμάτηγος, -η, -ο

Συγγενικά

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.