ασταμάτηγος
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | ο | ασταμάτηγος | η | ασταμάτηγη | το | ασταμάτηγο |
| γενική | του | ασταμάτηγου | της | ασταμάτηγης | του | ασταμάτηγου |
| αιτιατική | τον | ασταμάτηγο | την | ασταμάτηγη | το | ασταμάτηγο |
| κλητική | ασταμάτηγε | ασταμάτηγη | ασταμάτηγο | |||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | οι | ασταμάτηγοι | οι | ασταμάτηγες | τα | ασταμάτηγα |
| γενική | των | ασταμάτηγων | των | ασταμάτηγων | των | ασταμάτηγων |
| αιτιατική | τους | ασταμάτηγους | τις | ασταμάτηγες | τα | ασταμάτηγα |
| κλητική | ασταμάτηγοι | ασταμάτηγες | ασταμάτηγα | |||
| Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές | ||||||
Ετυμολογία
- ασταμάτηγος < ασταμάτητος
Συγγενικά
- → δείτε τη λέξη σταματώ
Μεταφράσεις
ασταμάτηγος
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.