ασπροντυμένος
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | ο | ασπροντυμένος | η | ασπροντυμένη | το | ασπροντυμένο |
| γενική | του | ασπροντυμένου | της | ασπροντυμένης | του | ασπροντυμένου |
| αιτιατική | τον | ασπροντυμένο | την | ασπροντυμένη | το | ασπροντυμένο |
| κλητική | ασπροντυμένε | ασπροντυμένη | ασπροντυμένο | |||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | οι | ασπροντυμένοι | οι | ασπροντυμένες | τα | ασπροντυμένα |
| γενική | των | ασπροντυμένων | των | ασπροντυμένων | των | ασπροντυμένων |
| αιτιατική | τους | ασπροντυμένους | τις | ασπροντυμένες | τα | ασπροντυμένα |
| κλητική | ασπροντυμένοι | ασπροντυμένες | ασπροντυμένα | |||
| Κατηγορία όπως «αγαπημένος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές | ||||||
Μετοχή
ασπροντυμένος
- ο ντυμένος στα λευκά
- ↪ στην Ιαπωνία, στις κηδείες είναι όλοι ασπροντυμένοι, αφού το λευκό είναι το χρώμα τού θρήνου εκεί
- άλλες μορφές: ασπροεντυμένος
Αντώνυμα
Μεταφράσεις
ασπροντυμένος
|
|
Αναφορές
- ασπροντυμένος - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.