ασπροφορεμένος
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | ο | ασπροφορεμένος | η | ασπροφορεμένη | το | ασπροφορεμένο |
| γενική | του | ασπροφορεμένου | της | ασπροφορεμένης | του | ασπροφορεμένου |
| αιτιατική | τον | ασπροφορεμένο | την | ασπροφορεμένη | το | ασπροφορεμένο |
| κλητική | ασπροφορεμένε | ασπροφορεμένη | ασπροφορεμένο | |||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | οι | ασπροφορεμένοι | οι | ασπροφορεμένες | τα | ασπροφορεμένα |
| γενική | των | ασπροφορεμένων | των | ασπροφορεμένων | των | ασπροφορεμένων |
| αιτιατική | τους | ασπροφορεμένους | τις | ασπροφορεμένες | τα | ασπροφορεμένα |
| κλητική | ασπροφορεμένοι | ασπροφορεμένες | ασπροφορεμένα | |||
| Κατηγορία όπως «αγαπημένος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές | ||||||
Συνώνυμα
- → δείτε τη λέξη ασπροντυμένος
Μεταφράσεις
ασπροφορεμένος
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.