μαυροφόρος

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός      
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο μαυροφόρος η μαυροφόρα το μαυροφόρο
      γενική του μαυροφόρου της μαυροφόρας του μαυροφόρου
    αιτιατική τον μαυροφόρο τη μαυροφόρα το μαυροφόρο
     κλητική μαυροφόρε μαυροφόρα μαυροφόρο
 πτώσεις   πληθυντικός  
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι μαυροφόροι οι μαυροφόρες τα μαυροφόρα
      γενική των μαυροφόρων των μαυροφόρων των μαυροφόρων
    αιτιατική τους μαυροφόρους τις μαυροφόρες τα μαυροφόρα
     κλητική μαυροφόροι μαυροφόρες μαυροφόρα
ομάδα 'ωραίος', Κατηγορία όπως «ωραίος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία

μαυροφόρος < μεσαιωνική ελληνική μαυροφόρος < ελληνιστική κοινή μαῦρος + αρχαία ελληνική φέρω

Επίθετο

μαυροφόρος, -α / -ος, -ο

  1. που φοράει μαύρα ρούχα, που είναι «στα μαύρα»
     συνώνυμα: μαυροντυμένος
  2. που πενθεί, που έχει βάλει τα μαύρα λόγω πένθους
     συνώνυμα: μαυροφορεμένος

Συγγενικά

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο μαυροφόρος οι μαυροφόροι
      γενική του μαυροφόρου των μαυροφόρων
    αιτιατική τον μαυροφόρο τους μαυροφόρους
     κλητική μαυροφόρε μαυροφόροι
Κατηγορία όπως «δρόμος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ουσιαστικό

μαυροφόρος αρσενικό (θηλυκό μαυροφόρα)

  1. αυτός που φοράει μαύρα ρούχα, που είναι «στα μαύρα»
     συνώνυμα: μαυροντυμένος
  2. αυτός που πενθεί, που έχει βάλει τα μαύρα λόγω πένθους
     συνώνυμα: μαυροφορεμένος

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.