λευχείμων
Νέα ελληνικά (el)
Ετυμολογία
- λευχείμων < ελληνιστική κοινή λευχείμων < αρχαία ελληνική λευκός + εἷμα < ἕννυμι
Επίθετο
λευχείμων
- (αρχαιοπρεπές) που φορά λευκό ένδυμα
- ※ Ἔθος δέ τι τῶν Κίμβρων διηγοῦνται τοιοῦτον, ὅτι ταῖς γυναιξὶν αὐτῶν συστρατευούσαις παρηκολούθουν προμάντεις ἱέρειαι πολιότριχες, λευχείμονες, καρπασίνας ἐφαπτίδας ἐπιπεπορπημέναι, ζῶσμα χαλκοῦν ἔχουσαι, γυμνόποδες (Στράβων, Γεωγραφικά Ζ, 2.3)
Συγγενικά
Συνώνυμα
- → δείτε τη λέξη ασπροντυμένος
Μεταφράσεις
λευχείμων
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.