ασπροεντυμένος

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός      
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο ασπροεντυμένος η ασπροεντυμένη το ασπροεντυμένο
      γενική του ασπροεντυμένου της ασπροεντυμένης του ασπροεντυμένου
    αιτιατική τον ασπροεντυμένο την ασπροεντυμένη το ασπροεντυμένο
     κλητική ασπροεντυμένε ασπροεντυμένη ασπροεντυμένο
 πτώσεις   πληθυντικός  
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι ασπροεντυμένοι οι ασπροεντυμένες τα ασπροεντυμένα
      γενική των ασπροεντυμένων των ασπροεντυμένων των ασπροεντυμένων
    αιτιατική τους ασπροεντυμένους τις ασπροεντυμένες τα ασπροεντυμένα
     κλητική ασπροεντυμένοι ασπροεντυμένες ασπροεντυμένα
Κατηγορία όπως «αγαπημένος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία

ασπροεντυμένος < ασπρο- + εντυμένος, ιδιωματικός τύπος του ντυμένος < μετοχή παθητικού παρακειμένου του ρήματος ἐντύνω, τύπος για τη μεσαιωνική ελληνική ἐνδύω [1]

Μετοχή

ασπροεντυμένος, -η, -ο

Αναφορές

  1. ενδύω -  Επιτομή του Λεξικού Κριαρά της Μεσαιωνικής Ελληνικής Δημώδους Γραμματείας (1100-1669). Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, [μονοτονικό σύστημα].
  2. λήγουν σε -ντυμένος - Αναστασιάδη-Συμεωνίδη, Άννα (2003) Αντίστροφο λεξικό της νέας ελληνικής Ινστιτούτο Νεοελληνικών Σπουδών. Ίδρυμα Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες)
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.