ασκητήριο

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το ασκητήριο τα ασκητήρια
      γενική του ασκητηρίου
& ασκητήριου
των ασκητηρίων
    αιτιατική το ασκητήριο τα ασκητήρια
     κλητική ασκητήριο ασκητήρια
Κατηγορία όπως «πρόσωπο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

ασκητήριο < (ελληνιστική κοινή) ἀσκητήριον (2. σημασιολογικό δάνειο από τη γαλλική ermitage)

Ουσιαστικό

ασκητήριο ουδέτερο

  1. (θρησκεία) το ενδιαίτημα ενός ασκητή
  2. (μεταφορικά) (σχετικά) απομονωμένος χώρος, στον οποίο μπορεί κάποιος να απομονωθεί

Συνώνυμα

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.