ασκηταριό

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το ασκηταριό τα ασκηταριά
      γενική του ασκηταριού των ασκηταριών
    αιτιατική το ασκηταριό τα ασκηταριά
     κλητική ασκηταριό ασκηταριά
Κατηγορία όπως «βουνό» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

ασκηταριό < ασκητής + -αριό

Ουσιαστικό

ασκηταριό ουδέτερο

Συνώνυμα

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.