ενδιαίτημα

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το ενδιαίτημα τα ενδιαιτήματα
      γενική του ενδιαιτήματος των ενδιαιτημάτων
    αιτιατική το ενδιαίτημα τα ενδιαιτήματα
     κλητική ενδιαίτημα ενδιαιτήματα
Κατηγορία όπως «όνομα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

ενδιαίτημα < (διαχρονικό δάνειο) ελληνιστική κοινή ἐνδιαίτημα[1] < αρχαία ελληνική ἐνδιαιτάομαι / ἐνδιαιτῶμαι < ἐν + δίαιτα

Προφορά

ΔΦΑ : /en.ðiˈe.ti.ma/
τυπογραφικός συλλαβισμός: ενδιαίτημα

Ουσιαστικό

ενδιαίτημα ουδέτερο

  1. η κατοικία, το μέρος όπου κάποιος κατοικεί
  2. περιοχή οικοσυστήματος όπου βρίσκονται και διαβιούν βιολογικά είδη χλωρίδας και πανίδας

Συγγενικά

Μεταφράσεις

Αναφορές

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.