σκήτη
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | η | σκήτη | οι | σκήτες |
| γενική | της | σκήτης | των | σκητών |
| αιτιατική | τη | σκήτη | τις | σκήτες |
| κλητική | σκήτη | σκήτες | ||
| Κατηγορία όπως «νίκη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- σκήτη < μεσαιωνική ελληνική σκήτη < ελληνιστική κοινή Σκῆτις / Σκίτις (αιγυπτιακό τοπωνύμιο) < κοπτική Ϣⲓϩⲏⲧ (Šihēt)
Ουσιαστικό
σκήτη θηλυκό
- (θρησκεία) το μέρος όπου αποσύρεται ένας μοναχός που θέλει να απομονωθεί τελείως
- (θρησκεία) μικρή μοναστική κοινότητα
-
σκήτη στη Βικιπαίδεια

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.