σκήτη

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η σκήτη οι σκήτες
      γενική της σκήτης των σκητών
    αιτιατική τη σκήτη τις σκήτες
     κλητική σκήτη σκήτες
Κατηγορία όπως «νίκη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

σκήτη < μεσαιωνική ελληνική σκήτη < ελληνιστική κοινή Σκῆτις / Σκίτις (αιγυπτιακό τοπωνύμιο) < κοπτική Ϣⲓϩⲏⲧ (Šihēt)

Ουσιαστικό

σκήτη θηλυκό

  1. (θρησκεία) το μέρος όπου αποσύρεται ένας μοναχός που θέλει να απομονωθεί τελείως
     συνώνυμα: ησυχαστήριο, ερημητήριο
  2. (θρησκεία) μικρή μοναστική κοινότητα

Συγγενικά

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.